- σαρκίδιον
- σαρκ-ίδιον, τό, Dim. of σάρξ,A a bit of flesh, Arist.GA746a20, Fr. 334, Plu.Cat.Ma.23, Archig. ap. Orib.8.1.39; τὰ δύστηνά μου σαρκίδια, Arr.Epict.1.3.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκίδιον — a bit of flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκιδίοις — σαρκίδιον a bit of flesh neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκιδίου — σαρκίδιον a bit of flesh neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκιδίων — σαρκίδιον a bit of flesh neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκιδίῳ — σαρκίδιον a bit of flesh neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίδια — σαρκίδιον a bit of flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МАРК АВРЕЛИЙ АНТОНИН — МАРК АВРЕЛИЙ АНТОНИН (Marcus Aurelius Antoninus) (26.04.121, Рим 17.03.180, Виндобона, Вена), последний крупный представитель Поздней Стой, римский император (с 161). Биография. Родился в знатной семье и был назван Марком Катилием Севером … Античная философия
σαρκίδιο — το / σαρκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας νεοελλ. 1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση 2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών αρχ. 1. η κλειτορίδα 2. η οπή τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ … Dictionary of Greek